- σμέρδος
- σμέρδοςGrammatical information: ?Meaning: ἰχθύος εἶδος Η.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
σμέρδος — Α (κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με το επίθ. σμερδαλέος*, πιθ. λόγω τής τρομακτικής όψης τού ψαριού, καθώς και η θεώρηση τού τ. ως εσφαλμένης γραφής αντί τού σμαρίς] … Dictionary of Greek